- λιπόγαμος
- λιπόγαμος, -ον (Α)1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς τού γάμου, τη συζυγική κοίτη2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμοςη μοιχαλίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + -γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος].
Dictionary of Greek. 2013.